tubus

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

tubus θηλυκό

  1. σωλήνας
  2. σάλπιγγα που χρησιμοποιείται σε θυσίες

Συνώνυμα

  • solen

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική tubus tubī
γενική tubī tubōrum
δοτική tubō tubīs
αιτιατική tubum tubōs
κλητική tube tubī
αφαιρετική tubō tubīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.