πειραματίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πειραματίζομαι < αρχαία ελληνική πειράω

Ρήμα

πειραματίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  • κάνω ένα πείραμα, δοκιμάζω να αντιμετωπίσω μια κατάσταση κατά ένα ορισμένο τρόπο χωρίς να ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.