asynchronous transmission

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

asynchronous transmission <  δείτε τις λέξεις asynchronous και transmission

Πολυλεκτικός όρος

asynchronous transmission (en)

  • (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) η ασύγχρονη μετάδοση (σήματος, δεδομένων) [1]

Αντώνυμα

Αναφορές

  1. «ασύγχρονη μετάδοση» από αναζήτηση «asynchronous transmission» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.