tow

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tow tows

tow (en)

  • η ρυμούλκηση, μια πράξη ενός οχήματος που τραβά ένα άλλο όχημα χρησιμοποιώντας σχοινί ή αλυσίδα
    The tow took two hours.
    Η ρυμούλκηση πήρε δυο ώρες.
    tow hook/ring - γάντζος/κρίκος ρυμούλκησης
     συνώνυμα:  towage και towing

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας tow
γ΄ ενικό ενεστώτα tows
αόριστος towed
παθητική μετοχή towed
ενεργητική μετοχή towing

tow (en)

  • ρυμουλκώ, σέρνω με σκοινί, τραβώ
    I tow a ship.
    Ρυμουλκώ ένα πλοίο.
    The car was towed to the nearest garage.
    Το αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκε στο πλησιέστερο γκαράζ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.