sort out
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | sort out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sorts out |
| αόριστος | sorted out |
| παθητική μετοχή | sorted out |
| ενεργητική μετοχή | sorting out |
Ρήμα
sort out (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) τακτοποιώ, οργανώνω το περιεχόμενο κάτι
- (μεταβατικό) ξεχωρίζω κάτι από μια μεγαλύτερη ομάδα
- (μεταβατικό) ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, ασχολούμαι με επιτυχία τα προβλήματα κάποιου/δικού μου
- ↪ Things will sort themselves out.
- Θα ξεμπερδέψουν μόνα τους τα πράγματα.
- ↪ Let them sort it out themselves.
- Άσε τους να το κανονίσουν μόνοι τους.
- Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
- Do not worry, it will all sort itself out.
- ↪ We will get this sorted out right away.
- Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
- ↪ Things will sort themselves out.
Πηγές
- sort out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 604, 613, 774, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω, ξεμπερδεύω, ξεχωρίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.