strained

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός strained
συγκριτικός more strained
υπερθετικός most strained

strained (en)

  1. κάτι που έχει στραγγιστεί με την έννοια του φιλτραρισμένου, που έχει περαστεί με πίεση, ζούπηγμα από σουρωτήρι ή ειδικό φίλτρο
  2. πιεσμένος, στρεσαρισμένος, τεταμένος, τεντωμένος (ψυχικά)

Ρηματικός τύπος

strained (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.