κονσόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσόλα οι κονσόλες
      γενική της κονσόλας των κονσολών
    αιτιατική την κονσόλα τις κονσόλες
     κλητική κονσόλα κονσόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονσόλα < γαλλική console

Προφορά

ΔΦΑ : /konˈso.la/
ξύλινη κονσόλα
κονσόλα παιχνιδιών

Ουσιαστικό

κονσόλα θηλυκό

  1. τραπέζι με δύο πόδια, που από την άλλη πλευρά του στηρίζεται σε τοίχο (ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια)
  2. μηχανή που παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, παιχνιδοκονσόλα
  3. (τεχνολογία) πίνακας οργάνων για τον έλεγχο ηλεκτρονικού ή μηχανολογικού εξοπλισμού
  4. (πληροφορική) το τερματικό (οθόνη και πληκτρολόγιο) που απεικονίζει μόνο κείμενο και χρησιμοποιείται για τον κεντρικό έλεγχο του υπολογιστή
    δείτε επίσης: διεπαφή γραμμής εντολής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.