διανεμητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διανεμητής | οι | διανεμητές |
| γενική | του | διανεμητή | των | διανεμητών |
| αιτιατική | τον | διανεμητή | τους | διανεμητές |
| κλητική | διανεμητή | διανεμητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διανεμητής < ελληνιστική κοινή διανεμητής < αρχαία ελληνική διανέμω
Ουσιαστικό
διανεμητής αρσενικό
Συγγενικά
- διανεμητικός
- → δείτε τις λέξεις διανέμω και νέμω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.