το σκάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

το σκάω <  δείτε τις λέξεις το και σκάω

Προφορά

ΔΦΑ : /to‿ˈska.o/

Έκφραση

το σκάω, πρτ.: το 'σκαγα (το έσκαγα), αόρ.: το 'σκασα (το έσκασα)  δείτε την κλίση στο σκάω

  • (προφορικό) δραπετεύω, φεύγω χωρίς να με δει κανείς, φεύγω βιαστικά (συνήθως) για να γλυτώσω από κάτι

Συνώνυμα

  • την κοπανάω

Συγγενικά

  • τα σκάω (πληθυντικός τα) με διαφορετική σημασία: δίνω λεφτά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.