παραλείπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραλείπω < αρχαία ελληνική παραλείπω

Ρήμα

παραλείπω

  1. αφήνω, είτε σκόπιμα είτε ακούσια, κάποιον ή κάτι έξω από ένα σύνολο
  2. (συνεκδοχικά) αναφορικά με κάποια ενέργεια: ξεχνώ

Εκφράσεις

  • τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραλείπω < παρά + λείπω

Ρήμα

παραλείπω

  1. αφήνω στην άκρη
  2. προσπερνώ κάποιο θέμα
  3. παραλείπω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.