scheme

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /skiːm/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
scheme schemes

scheme (en)

  1. σχέδιο
  2. σχέδιο δράσης, πλάνο
  3. σύστημα
  4. σχεδιάγραμμα
  5. (διαδίκτυο) το τμήμα μίας διεύθυνσης διαδικτύου (URL) που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file)

Ρήμα

ενεστώτας scheme
γ΄ ενικό ενεστώτα schemes
αόριστος schemed
παθητική μετοχή schemed
ενεργητική μετοχή scheming

scheme (en)

  1. (αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
    They were scheming to throw him out of the government.
    Μηχανορραφούσαν να τον πετάξουν από την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: plot

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 552-553. ISBN 9780194325684., λήμμα: μηχανορραφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.