protocol

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
protocol protocols

Ετυμολογία

protocol < (λόγιο δάνειο) μέση γαλλική protocole / protocolle < μεσαιωνική λατινική protocollum < υστερολατινική < μεσαιωνική ελληνική πρωτόκολλον

Ουσιαστικό

protocol (en)

  1. πρωτόκολλο
  2. (πληροφορική) πρωτόκολλο (για την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών σε ένα δίκτυο)
  3. (διαδίκτυο) σχήμα, το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή τον τρόπο πρόσβασης (πχ. file)
    υπώνυμα: http, ftp, telnet, file

Πολυλεκτικοί όροι

  • (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)

  • protocol στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.