schema
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| schema | schemata / schemas |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskiːmə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
schema (en)
- σχήμα
- διάγραμμα
- (βάσεις δεδομένων) το σχήμα μιάς σχέσης (πίνακας) σε ένα σχεσιακό μοντέλο
- (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) επίσημη περιγραφή για δεδομένα, τύπους δεδομένων (data types) και δομές αρχείων δεδομένων
- υπώνυμα: XML schema
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.