schema

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
schema schemata / schemas

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskiːmə/
 

Ουσιαστικό

schema (en)

  1. σχήμα
  2. διάγραμμα
  3. (βάσεις δεδομένων) το σχήμα μιάς σχέσης (πίνακας) σε ένα σχεσιακό μοντέλο
  4. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) επίσημη περιγραφή για δεδομένα, τύπους δεδομένων (data types) και δομές αρχείων δεδομένων
    υπώνυμα: XML schema

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.