απομυζώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απομυζώ < (ελληνιστική κοινή) ἀπομυζάω / ἀπομυζῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική μυζάω / μυζέω / μυζῶ ((μεταφορικά) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sucer)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απομυζάω - απομυζώ | απομυζούσα | θα απομυζάω - απομυζώ | να απομυζάω - απομυζώ | απομυζώντας | |
| β' ενικ. | απομυζάς | απομυζούσες | θα απομυζάς | να απομυζάς | απομύζα - απομύζαγε | |
| γ' ενικ. | απομυζάει - απομυζά | απομυζούσε | θα απομυζάει - απομυζά | να απομυζάει - απομυζά | ||
| α' πληθ. | απομυζάμε - απομυζούμε | απομυζούσαμε | θα απομυζάμε - απομυζούμε | να απομυζάμε - απομυζούμε | ||
| β' πληθ. | απομυζάτε | απομυζούσατε | θα απομυζάτε | να απομυζάτε | απομυζάτε | |
| γ' πληθ. | απομυζάν(ε) - απομυζούν(ε) | απομυζούσαν(ε) | θα απομυζάν(ε) - απομυζούν(ε) | να απομυζάν(ε) - απομυζούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απομύζησα | θα απομυζήσω | να απομυζήσω | απομυζήσει | ||
| β' ενικ. | απομύζησες | θα απομυζήσεις | να απομυζήσεις | απομύζα - απομύζησε | ||
| γ' ενικ. | απομύζησε | θα απομυζήσει | να απομυζήσει | |||
| α' πληθ. | απομυζήσαμε | θα απομυζήσουμε | να απομυζήσουμε | |||
| β' πληθ. | απομυζήσατε | θα απομυζήσετε | να απομυζήσετε | απομυζήστε | ||
| γ' πληθ. | απομύζησαν απομυζήσαν(ε) |
θα απομυζήσουν(ε) | να απομυζήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απομυζήσει | είχα απομυζήσει | θα έχω απομυζήσει | να έχω απομυζήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απομυζήσει | είχες απομυζήσει | θα έχεις απομυζήσει | να έχεις απομυζήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απομυζήσει | είχε απομυζήσει | θα έχει απομυζήσει | να έχει απομυζήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απομυζήσει | είχαμε απομυζήσει | θα έχουμε απομυζήσει | να έχουμε απομυζήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απομυζήσει | είχατε απομυζήσει | θα έχετε απομυζήσει | να έχετε απομυζήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απομυζήσει | είχαν απομυζήσει | θα έχουν απομυζήσει | να έχουν απομυζήσει |
| |
Μεταφράσεις
απομυζώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.