εξασθενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξασθενίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξασθενέω / ἐξασθενῶ <  δείτε τις λέξεις ἐξ και σθένος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.sθeˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξασθενίζω

Ρήμα

εξασθενίζω, αόρ.: εξασθένισα, μτχ.π.π.: εξασθενισμένος (χωρίς παθητική φωνή)[1]

  1. κάνω κάτι πιο ασθενές, του μειώνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
  2. γίνομαι πιο ασθενής, χάνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα

Συγγενικά

Κλίση

Δείτε και το ρήμα εξασθενώ, εξασθένησα, εξασθενημένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.