queuing

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- περιμένοντας στην σειρά
- διατεταγμένοι σε σειρά
- διατεταγμένοι σε σειρά προτεραιότητας
- (μεταφορικά) σε αναμονή λόγω κωλυσιεργίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.