profero
Λατινικά (la)
Ρήμα
profero (la) (prō-fĕro, -tŭli, -lātum, -ferre)
- εκφέρω , προφέρω
- προσφέρω
- εμφανίζομαι
- εκτείνομαι, απλώνομαι
- προωθώ στρατεύματα, προελαύνω
- προάγω
- διαφοροποιώ
- ανέρχομαι κοινωνικά
- δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω
- ανακαλύπτω
- παρατείνω
- αναφέρω, παραθέτω
Κλίση
- → δείτε τη λέξη fero → λείπει η κλίση
Πηγές
- profero - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.