precipitate
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /prɪˈsɪpɪteɪt/ & /prəˈsɪpɪteɪt/
- ⓘ
Ετυμολογία 1
- precipitate < λατινική praecipito
Ρήμα
precipitate (en)
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι να συμβεί ξαφνικά και γρήγορα, επισπεύδω, επιταχύνω
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate
- πετάω κάτι ή κάποιον από μεγάλο ύψος, γκρεμίζω
- (μεταφορικά) προκαλώ τη βίαιη αλλαγή της κατάστασης ενός πράγματος
- (χημεία) προκαλώ την ιζηματοποίηση μιας ουσίας σε ένα διάλυμα
- κάνω κάτι να συμβεί ξαφνικά και γρήγορα, επισπεύδω, επιταχύνω
- (αμετάβατο)
- (χημεία) ιζηματοποιούμαι, για ουσία που μετατρέπεται σε ίζημα μέσα σε ένα διάλυμα
- ↪ Adding the acid will cause the salt to precipitate.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Adding the acid will cause the salt to precipitate.
- (μετεωρολογία) για νερό που πέφτει από την ατμόσφαιρα στη γη ως βροχή, χαλάζι ή χιόνι
- ↪ It will precipitate tomorrow, but we don't know whether as rain or snow.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ It will precipitate tomorrow, but we don't know whether as rain or snow.
- (χημεία) ιζηματοποιούμαι, για ουσία που μετατρέπεται σε ίζημα μέσα σε ένα διάλυμα
Συγγενικά
- precipitated
- precipitator
- precipice
- precipitation
Ετυμολογία 2
- precipitate < λατινική praecipitatum
Ετυμολογία 3
- precipitate < λατινική praecipitatus
Επίθετο
precipitate (en)
Συγγενικά
- precipitately
- precipitateness
- precipitous
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.