placard
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- placard < placart < plaquer
Προφορά
- ΔΦΑ : /pla.kaʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| placard | placards |
placard (fr) αρσενικό
- (γραπτό μήνυμα)
- πληροφοριακή αφίσα κολλημένη σε τοίχο ή πανό
- (παρωχημένο) υβριστικό μήνυμα που εμφανιζόταν πάνω σε τοίχο ή κυκλοφορούσε στο κοινό
- (οικείο) παχύ στρώμα ή πλάκα
- (ναυτικός όρος) κομμάτι ύφασμα που ράβεται εκεί όπου ένα πανί έχει σκιστεί
- (έπιπλο)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.