placard

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

placard < placart < plaquer

Προφορά

ΔΦΑ : /pla.kaʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
placard placards

placard (fr) αρσενικό

  • (γραπτό μήνυμα)
  1. πληροφοριακή αφίσα κολλημένη σε τοίχο ή πανό
     συνώνυμα: affiche, écriteau, pancarte
  2. (παρωχημένο) υβριστικό μήνυμα που εμφανιζόταν πάνω σε τοίχο ή κυκλοφορούσε στο κοινό
  3. (οικείο) παχύ στρώμα ή πλάκα
  4. (ναυτικός όρος) κομμάτι ύφασμα που ράβεται εκεί όπου ένα πανί έχει σκιστεί
  • (έπιπλο)
  1. ξύλινη επίστρωση που διακοσμεί την επιφάνεια μιας πόρτας
  2. η εντοιχισμένη ντουλάπα, το ερμάρι
  3. (αργκό) η φυλακή

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.