plaquer
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
pla.ke
/
Ρήμα
plaquer
(fr)
εφαρμόζω
μια
πλάκα
σε κάτι
(
οικείο
)
εγκαταλείπω
κάποιον, τον
παρατώ
≈
συνώνυμα
:
quitter
,
(
οικείο
)
laisser tomber
,
lâcher
,
larguer
,
planter
(
αθλητισμός
)
στο
ράγκμπι
, προκαλώ την πτώση του
παίκτη
που μεταφέρει τη
μπάλα
αρπάζοντάς τον από τα πόδια
επενδύω
κάτι με λεπτή στρώση κάποιου υλικού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.