pendant

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pendant (en)

  1. κρεμαστό κόσμημα, συνήθως ένα μενταγιόν
  2. το κρεμαστό κομμάτι σε ένα σκουλαρίκι
  3. το φωτιστικό οροφής



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɑ̃.dɑ̃/
 

Ετυμολογία

pendant < pendre

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pendant pendants
θηλυκό pendante pendantes

pendant (fr)

  1. κρεμάμενος, κρεμαστός
     συνώνυμα: ballant
  2. (νομικός όρος) εκκρεμής

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pendant pendants

pendant (fr) αρσενικό

  1. μέρος του ζωστήρα που κρέμεται και συγκρατεί το σπαθί
  2. κάθε ένα μέρος από ένα ζευγάρι έργων τέχνης που τοποθετούνται συμμετρικά

Πρόθεση

pendant (fr)

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.