pendant
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɑ̃.dɑ̃/
- ⓘ
Ετυμολογία
- pendant < pendre
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | pendant | pendants |
| θηλυκό | pendante | pendantes |
pendant (fr)
- κρεμάμενος, κρεμαστός
- (νομικός όρος) εκκρεμής
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pendant | pendants |
pendant (fr) αρσενικό
- μέρος του ζωστήρα που κρέμεται και συγκρατεί το σπαθί
- κάθε ένα μέρος από ένα ζευγάρι έργων τέχνης που τοποθετούνται συμμετρικά
Εκφράσεις
- pendant que: ενώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.