pâtée
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| pâtée | pâtées |
Ουσιαστικό
pâtée (fr) θηλυκό
- είδος ζυμαρικού από αλεύρι και χόρτα, που είναι τροφή για γαλοπούλες και άλλα πτηνά
- μείγμα ψίχας και κρέατος, που είναι τροφή σκύλων, γατών και άλλων κατοικίδιων ζώων
- (μεταφορικά) (οικείο) ντροπιαστική ήττα
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.