pâtée

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
pâtée pâtées

Ουσιαστικό

pâtée (fr) θηλυκό

  1. είδος ζυμαρικού από αλεύρι και χόρτα, που είναι τροφή για γαλοπούλες και άλλα πτηνά
  2. μείγμα ψίχας και κρέατος, που είναι τροφή σκύλων, γατών και άλλων κατοικίδιων ζώων
  3. (μεταφορικά) (οικείο) ντροπιαστική ήττα

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.