pâté
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| pâté | pâtés |
Ουσιαστικό
pâté (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το πατέ
- (μεταφορικά) (οικείο) στρουμπουλό παιδί
- (πολεοδομία) οικοδομικό τετράγωνο, επιφάνεια που περικλείεται από τέσσερις δρόμους
- (στρατιωτικός όρος) οικοδόμημα που περιβρέχεται από θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, κ.α.
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.