oeil

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

oeil (fr)

  •  δείτε τη λέξη œil



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ετυμολογία

oeil < λατινική oculum

Ουσιαστικό

oeil (και oil, ueil) αρσενικό

  1. το μάτι
  2. άνοιγμα σε ένα βαρέλι για το γέμισμα ή γρήγορο άδειασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.