μικρολεπτομέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρολεπτομέρεια οι μικρολεπτομέρειες
      γενική της μικρολεπτομέρειας των μικρολεπτομερειών
    αιτιατική τη μικρολεπτομέρεια τις μικρολεπτομέρειες
     κλητική μικρολεπτομέρεια μικρολεπτομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικρολεπτομέρεια < μικρο- + λεπτομέρεια

Ουσιαστικό

μικρολεπτομέρεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.