μόμπιλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόμπιλο τα μόμπιλα
      γενική του μόμπιλου των μόμπιλων
    αιτιατική το μόμπιλο τα μόμπιλα
     κλητική μόμπιλο μόμπιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόμπιλο < ιταλική mobile / mobilio < λατινική mobilis < moveo

Ουσιαστικό

μόμπιλο ουδέτερο

  • (παρωχημένο, ιδιωματικό) το έπιπλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.