μόμπιλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μόμπιλο | τα | μόμπιλα |
| γενική | του | μόμπιλου | των | μόμπιλων |
| αιτιατική | το | μόμπιλο | τα | μόμπιλα |
| κλητική | μόμπιλο | μόμπιλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μόμπιλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.