mob
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mob | mobs |
mob (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | mob |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | mobs |
| αόριστος | mobbed |
| παθητική μετοχή | mobbed |
| ενεργητική μετοχή | mobbing |
mob (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, για ένα πλήθος που μαζεύεται γύρω από κάποιον για να τον δει και να προσπαθήσει να του τραβήξει την προσοχή, μερικές φορές με ελαφρώς επιθετικό τρόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.