mafia

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

mafia (en)

  1. μαφία, συνδικάτο εγκλήματος, εγκληματική οργάνωση
  2. (μεταφορικά) ένας κύκλος προσώπων που δρα στο εσωτερικό ενός οργανισμού



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.fja/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mafia mafias

mafia (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.