limp
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- (επίθετο) limp < (κληρονομημένο) μέση αγγλική limp
- (ουσιαστικό) limp < επίθετο
- (ρήμα) limp < (κληρονομημένο) μέση αγγλική limpen
Προφορά
- ΔΦΑ : /lɪmp/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| limp | limps |
limp (en) (συνήθως ενικός)
- η χωλότητα, η κουτσαμάρα
- ↪ A limp is a form of disability.
- Η χωλότητα/κουτσαμάρα είναι μια μορφή αναπηρίας.
- ↪ A limp is a form of disability.
Ρήμα
| ενεστώτας | limp |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | limps |
| αόριστος | limped |
| παθητική μετοχή | limped |
| ενεργητική μετοχή | limping |
limp (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.