hideaway
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈhaɪd.əˌweɪ/
Επίθετο
hideaway (en) (χωρίς παραθετικά)
- κρυφός, που μπορεί να κρυφτεί, να τοποθετηθεί ή να αποθηκευτεί μακριά από την κοινή θέα όταν δε χρησιμοποιείται, ιδίως με την αναδίπλωση[4][2]
- ↪ a trundle bed with a hideaway mattress - πτυσσόμενο κρεβάτι με αναδιπλούμενο στρώμα
Πολυλεκτικοί όροι
- hideaway bed
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hideaway | hideaways |
hideaway (en)
- (ανεπίσημο)[5] το κρησφύγετο, το καταφύγιο (στις μεταφορικές σημασίες)
- (παρωχημένο) ο/η φυγάς, ο δραπέτης/η δραπέτισσα[1]
Αναφορές
- hideaway - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- hideaway - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- hideaway - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- hideaway - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- hideaway - Cambridge Dictionary online
Πηγές
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.