δραπέτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δραπέτισσα | οι | δραπέτισσες |
| γενική | της | δραπέτισσας | των | δραπετισσών |
| αιτιατική | τη | δραπέτισσα | τις | δραπέτισσες |
| κλητική | δραπέτισσα | δραπέτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δραπέτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.