hide

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hide hides

hide (en)

  1. το δέρμα ενός ζώου, τομάρι
  2. κατά το Μεσαίωνα, η έκταση γης που αρκούσε για να θρέψει μια ελεύθερη οικογένεια, περίπου 100 εκτάρια

Ρήμα

ενεστώτας hide
γ΄ ενικό ενεστώτα hides
αόριστος hid
παθητική μετοχή hidden
ενεργητική μετοχή hiding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hide (en)

  1. (μεταβατικό) κρύβω, βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος όπου δεν μπορεί να βρεθεί
    Hide it under the bed.
    Κρύψε το κάτω από το κρεβάτι.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρύβομαι, πάω κάπου που δεν θα με δουν ή να με βρουν
    Hide (yourself) behind the door.
    Κρύψου πίσω από την πόρτα.
    The sun hid behind the clouds.
    Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.
    Who were they hiding from?
    Από ποιον κρύβονταν;
    I don’t know where to hide.
    Δεν ξέρω πού να κρυφτώ.
  3. (μεταβατικό) κρύβω, καλύπτω κάποιον ή κάτι ώστε να μην είναι ορατό
    He hid his face in his hands.
    Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του.
     συνώνυμα: bury
  4. (μεταβατικό) κρύβω, κρατώ κάτι μυστικό, ειδικά συναισθήματα
    I am hiding my thoughts/feelings.
    Κρύβω τις σκέψεις/τα αισθήματά μου.
    You are hiding something from me!
    Κάτι μου κρύβεις!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη conceal

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.