απεχθάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απεχθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεχθάνομαι (είμαι μισητός), στην ελληνιστική σημασία (μισώ)[1] < ἀπεχθής < ἀπό + ἔχθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.peˈxθa.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐χθά‐νο‐μαι
Ρήμα
απεχθάνομαι, πρτ.: απεχθανόμουν, χωρίς συνοπτικούς χρόνους (αποθετικό, ελλειπτικό ρήμα)
- νιώθω έντονα αρνητικά συναισθήματα για κάτι ή κάποιον που δεν μου αρέσει ή απορρίπτω, π.χ. απέχθεια, αποστροφή, αντιπάθεια
- ↪ Δε μου αρέσει το ψέμα, αλλά την υποκρισία την απεχθάνομαι.
- ↪ Δε θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου αυτόν τον άνθρωπο, τον απεχθάνομαι.
Συνώνυμα
- αποστρέφομαι
- σιχαίνομαι
- → δείτε και τη λέξη μισώ
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | απεχθάνομαι | απεχθανόμουν(α) | θα απεχθάνομαι | να απεχθάνομαι | ||
| β' ενικ. | απεχθάνεσαι | απεχθανόσουν(α) | θα απεχθάνεσαι | να απεχθάνεσαι | ||
| γ' ενικ. | απεχθάνεται | απεχθανόταν(ε) | θα απεχθάνεται | να απεχθάνεται | ||
| α' πληθ. | απεχθανόμαστε | απεχθανόμαστε απεχθανόμασταν |
θα απεχθανόμαστε | να απεχθανόμαστε | ||
| β' πληθ. | απεχθάνεστε | απεχθανόσαστε απεχθανόσασταν |
θα απεχθάνεστε | να απεχθάνεστε | απεχθάνεστε | |
| γ' πληθ. | απεχθάνονται | απεχθάνονταν απεχθανόντουσαν |
θα απεχθάνονται | να απεχθάνονται |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- απεχθάνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.