σιχαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιχαίνομαι < (ελληνιστική κοινή) σικχαίνω < σικχός

Ρήμα

σιχαίνομαι, πρτ.: σιχαινόμουν, στ.μέλλ.: θα σιχαθώ, αόρ.: σιχάθηκα, μτχ.π.π.: σιχαμένος

  1. θεωρώ κάτι τόσο αηδιαστικό, ώστε να αποφεύγω την επαφή μαζί του
  2. μπουχτίζω (για να αποδοθεί το αίσθημα του κορεσμού)
    τώρα τελευταία έχω φάει τόσο πολύ κρέας που το σιχάθηκα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.