gazette

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
gazette gazettes

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡəˈzɛt/

Ετυμολογία

gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzette < προέλευσης από την ιταλική gazzetta

Ουσιαστικό

gazette (en)

  1. έντυπο φύλλο που κυκλοφορεί περιοδικά· εφημερίδα
  2. (νομικός όρος, συνήθως με κεφαλαίο αρχικό και σε πλάγια γραφή: Gazette) η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των διαφόρων χωρών, το επίσημο κρατικό έντυπο όπου δημοσιεύονται οι νόμοι, τα διατάγματα και διάφορα άλλα σχετικά έγγραφα δημόσιου ενδιαφέροντος (όπως λ.χ. προκηρύξεις δημόσιων φορέων για προσλήψεις)
     συνώνυμα: Government Gazette, Official Gazette

Παράγωγα

  • gazetteer


Ρήμα

gazette (en)

  1. δημοσιεύω σε εφημερίδα
  2. (βρετανικό) δημοσιεύω στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Παράγωγα

  • degazette

  • gazette στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
gazette gazettes

Ετυμολογία

gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzetta

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡa.zɛt/
Παραγωγή πυρίμαχων gazette στο Manufacture nationale de Sèvres, στη Γαλλία, στο προάστιο των Σεβρών του Παρισιού.

Ουσιαστικό

gazette (fr) θηλυκό

  1. περιοδική έντυπη έκδοση, εφημερίδα
  2. (μεταφορικά) τα νέα που διαδίδονται μεταξύ μιας ομάδας ατόμων
  3. πυρίμαχο εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως βάση πήλινων, κεραμικών ή πορσελάνινων σκευών στο ψήσιμο σε ξυλόφουρνο
  4. (κατ’ επέκταση) το παραπάνω εξάρτημα, που χρησιμοποιείται και ως υλικό πλακόστρωσης στην πόλη Λιμόζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.