gazette
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| gazette | gazettes |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡəˈzɛt/
Ετυμολογία
- gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzette < προέλευσης από την ιταλική gazzetta
Ουσιαστικό
gazette (en)
- έντυπο φύλλο που κυκλοφορεί περιοδικά· εφημερίδα
- (νομικός όρος, συνήθως με κεφαλαίο αρχικό και σε πλάγια γραφή: Gazette) η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των διαφόρων χωρών, το επίσημο κρατικό έντυπο όπου δημοσιεύονται οι νόμοι, τα διατάγματα και διάφορα άλλα σχετικά έγγραφα δημόσιου ενδιαφέροντος (όπως λ.χ. προκηρύξεις δημόσιων φορέων για προσλήψεις)
- ≈ συνώνυμα: Government Gazette, Official Gazette
Παράγωγα
- gazetteer
Παράγωγα
- degazette
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| gazette | gazettes |
Ετυμολογία
- gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzetta
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡa.zɛt/

Παραγωγή πυρίμαχων gazette στο Manufacture nationale de Sèvres, στη Γαλλία, στο προάστιο των Σεβρών του Παρισιού.
Ουσιαστικό
gazette (fr) θηλυκό
- περιοδική έντυπη έκδοση, εφημερίδα
- (μεταφορικά) τα νέα που διαδίδονται μεταξύ μιας ομάδας ατόμων
- πυρίμαχο εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως βάση πήλινων, κεραμικών ή πορσελάνινων σκευών στο ψήσιμο σε ξυλόφουρνο
- (κατ’ επέκταση) το παραπάνω εξάρτημα, που χρησιμοποιείται και ως υλικό πλακόστρωσης στην πόλη Λιμόζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.