πυρίμαχο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πυρίμαχο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πυρίμαχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πυρίμαχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.