terme
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| terme | termes |
terme (fr) αρσενικό
όριο
- το τοπικό όριο
- το χρονικό όριο, η λήξη
- η ημερομηνία πληρωμής
λέξη
άγαλμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.