enable

Αγγλικά (en)

ενεστώτας enable
γ΄ ενικό ενεστώτα enables
αόριστος enabled
παθητική μετοχή enabled
ενεργητική μετοχή enabling

Ετυμολογία

enable < en- + able

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪˈneɪbəl/
 

Ρήμα

enable (en)

  1. επιτρέπω
  2. καθιστώ ικανό, καθιστώ δυνατό, δίνω τη δυνατότητα
  3. (πληροφορική) ενεργοποιώ
    it will enable debug mode
    αυτό θα ενεργοποιήσει τη λειτουργία εντοπισμού σφαλμάτων
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη switch on
     αντώνυμα: disable

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.