cutis
Ισπανικά (es)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- cutis < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *(s)qut-, *(s)qeu- (καλύπτω, κρύβω). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) κύτος και (σανσκριτικά) skunati (κρύβω)
Εκφράσεις
- caput ad cutem tondere (=τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ κείρεσθαι/κουρεμένος γουλί)
- cutis terrae (η επιφάνεια της γης)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | cutis | cutēs |
| γενική | cutis | cutium |
| δοτική | cutī | cutibus |
| αιτιατική | cutem | cutēs/cutīs |
| κλητική | cutis | cutēs |
| αφαιρετική | cute | cutibus |
- Firmicutes (ταξινομικός όρος)
- Mollicutes (ταξινομικός όρος)
- Tenericutes (ταξινομικός όρος)
Πηγές
- cutis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.