cruor

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kreuh₂. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) κρέας, το (σανσκριτικά) क्रविस् (kravís), το (πρωτοσλαβική γλώσσα) *kry και το (αγγλοσαξονικά) hrǣw (αγγλικά raw)

Ουσιαστικό

cruor αρσενικό

  1. αίμα
  2. (μεταφορικά) δολοφονία, αιματοχυσία

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • cruentatio
  • cruente
  • cruenter
  • cruento
  • cruentus

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cruor cruorēs
γενική cruoris cruorum
δοτική cruorī cruoribus
αιτιατική cruorem cruorēs
κλητική cruor cruorēs
αφαιρετική cruore cruoribus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.