cornue
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cornue < cornu
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔʁ.ny/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cornue | cornues |
cornue (fr) θηλυκό
- (χημεία) δοχείο με κερατοειδή στενόμακρο λαιμό που χρησιμεύει στην απόσταξη
- (τεχνολογία) φούρνος για απόσταξη
Αναγραμματισμοί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.