καταψύκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταψύκτης | οι | καταψύκτες |
| γενική | του | καταψύκτη | των | καταψυκτών |
| αιτιατική | τον | καταψύκτη | τους | καταψύκτες |
| κλητική | καταψύκτη | καταψύκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταψύκτης < αρχαία ελληνική καταψύχω
Ουσιαστικό
καταψύκτης αρσενικό
- ηλεκτρική συσκευή για την αποθήκευση τροφίμων σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καταψύκτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.