cascadeur

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /kas.ka.dœːʁ/

Ετυμολογία

cascadeur < cascader

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cascadeur cascadeurs
θηλυκό cascadeuse cascadeuses

cascadeur (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) ή (παρωχημένο) χαρακτηριστικός ελαφρών ηθών

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cascadeur cascadeurs
θηλυκό cascadeuse cascadeuses

cascadeur (fr) αρσενικό

  1. ακροβάτης που εκτελεί σειρά πτώσεων ή πηδημάτων, συνήθως σαν μέλος ομάδας
  2. ο κασκαντέρ
  3. (κατ’ επέκταση) που ψάχνει τον κίνδυνο, το ρίσκο, συνήθως στο σπορ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.