cascade
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kæsˈkeɪd/
- ⓘ
Ουσιαστικό
cascade (en)
- καταρράκτης ή σειρά από μικρούς καταρράκτες, υδατόπτωση
- αλληλουχία
- (τεχνολογία) σύζευξη σε σειρά
Επίθετο
cascade (en)
- διαδοχικός
- (πληροφορική) λειτουργίες που γίνονται διαδοχικά (βλ. cascade delete)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kas.kad/
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.