cascade

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /kæsˈkeɪd/
 

Ουσιαστικό

cascade (en)

  1. καταρράκτης ή σειρά από μικρούς καταρράκτες, υδατόπτωση
  2. αλληλουχία
  3. (τεχνολογία) σύζευξη σε σειρά

Επίθετο

cascade (en)

  1. διαδοχικός
  2. (πληροφορική) λειτουργίες που γίνονται διαδοχικά (βλ. cascade delete)

  • cascade στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /kas.kad/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cascade cascades

cascade (fr) θηλυκό

  1. ο καταρράκτης· σειρά από καταρράκτες
  2. (μεταφορικά) κάτι που συμβαίνει σε σειρά, βροχή από κάτι
  3. εκτέλεση επικίνδυνων σκηνών στο σινεμά· εκτέλεση επικίνδυνων ασκήσεων στον αθλητισμό
  4. (τεχνολογία) circuit en cascade: κύκλωμα εν σειρά
  5. en cascade: απανωτά

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.