κασκαντέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κασκαντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cascadeur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κασκαντέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα, κινηματογράφος) ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.