camella

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

camella < υποκοριστικό του camera < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)

Ουσιαστικό

camella θηλυκό

  1. γαβάθα
  2. κύπελλο, ποτήρι

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική camella camellae
γενική camellae camellārum
δοτική camellae camellīs
αιτιατική camellam camellās
κλητική camella camellae
αφαιρετική camellā camellīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.