bursty

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

bursty < burst + -y

Προφορά

 

Επίθετο

bursty (en)

  1. (για δραστηριότητα) εκρηκτικός
     συνώνυμα: explosive
  2. (επιστήμη υπολογιστών, δίκτυο υπολογιστών) ριπαίος, καταιγιστικός (για data traffic)[1][2]

Συγγενικά

  • burst
  • burstily
  • burstiness

Αναφορές

  1. «ριπαίος» από αναζήτηση «bursty» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Bursty Traffic. Προσπέλαση 2020-05-09
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.