σωσίβιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωσίβιο τα σωσίβια
      γενική του σωσιβίου
& σωσίβιου
των σωσιβίων
    αιτιατική το σωσίβιο τα σωσίβια
     κλητική σωσίβιο σωσίβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σωσίβιο σε πλοίο.

Ετυμολογία

σωσίβιο < ουδέτερο του σωσίβιος < σώζω + βίος

Προφορά

ΔΦΑ : /soˈsi.vi.o/

Ουσιαστικό

σωσίβιο ουδέτερο

  1. το αντικείμενο με ικανότητα να επιπλέει όταν το φοράει άνθρωπος και άλλα εξαρτήματα και χαρακτηριστικά με σκοπό τη διάσωσή του
  2. (μεταφορικά) το πάχος γύρω από την κοιλιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.