batteur

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
batteur batteurs

Ουσιαστικό

batteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αυτός που του αρέσει να χτυπάει
  2. (μουσική) ντράμερ ενός μουσικού συγκροτήματος
  3. (κουζίνα) χτυπητήρι, μίξερ
  4. κύριο εξάρτημα μιας αλωνιστικής μηχανής
  5. (αθλητισμός) αθλητής που χτυπά μια μπάλα που του στέλνει ένας παίκτης

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη battre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.