batteur
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| batteur | batteurs |
Ουσιαστικό
batteur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που του αρέσει να χτυπάει
- (μουσική) ντράμερ ενός μουσικού συγκροτήματος
- (κουζίνα) χτυπητήρι, μίξερ
- κύριο εξάρτημα μιας αλωνιστικής μηχανής
- (αθλητισμός) αθλητής που χτυπά μια μπάλα που του στέλνει ένας παίκτης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη battre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.