συγκρότημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συγκρότημα | τα | συγκροτήματα |
| γενική | του | συγκροτήματος | των | συγκροτημάτων |
| αιτιατική | το | συγκρότημα | τα | συγκροτήματα |
| κλητική | συγκρότημα | συγκροτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκρότημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συγκρότημα ουδέτερο
- σύνολο πολλών πραγμάτων που μοιάζουν μεταξύ τους
- συγκρότημα κατοικιών
- μουσικό συγκρότημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.